Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου 2009

Αναγέννηση μετά από τις ευεργετικές βροχές

Το καλοκαίρι του 2009 ήταν μια καλή χρονιά όσον αφορά σε βροχοπτώσεις στην Αττική, γεγονός που επιβεβαιώνει ότι η φωτιά και ο τρόπος με τον οποίο κατέκαψε τη βορειοανατολική Αττική, ήταν απροκάλυπτα εμπρησμός. Ούτε καύσωνες είχαμε, ούτε ξηρασία, αλλά ένα πολύ δροσερό καλοκαίρι με άφθονο νερό. Αυτή τη διαπίστωση έρχονται να επιβεβαιώσουν με τον πιο αισιόδοξο τρόπο ένα μήνα μετά την πυρκαγιά, οι αναγεννήσεις θάμνων και δένδρων στην Πεντέλη, έχοντας επωφεληθεί στο μέγιστο από τις ποτιστικές βροχές που ευεργετούν το λεκανοπέδιο τον τελευταίο μήνα. Μάλιστα, κάποια είδη βλασταίνουν πάνω σε μερικώς καμένα κλαδιά, επισημαίνοντας τη θεμελιώδη διαφορά τους με άλλα είδη, τα οποία καίγονται ολοσχερώς και δεν ξαναβλασταίνουν, όπως είναι τα κοινά πεύκα. Βγάλαμε κάποιες φωτογραφίες στην Πεντέλη και θεωρήσαμε σκόπιμο να τις μοιραστούμε μαζί σας, καταρχήν, για να σας μεταδώσουμε αυτά τα ελπιδοφόρα μηνύματα. Δευτερευόντως, γιατί μπορεί να αποτελέσουν στοιχεία που θα επηρεάσουν την στάση που κρατάμε απέναντι στον τύπο δένδρων που χρησιμοποιείται για αναδασώσεις σε δασικές εκτάσεις που έχουν απωλέσει την ποικιλία της χλωρίδας τους λόγω επαναλαμβανόμενων πυρκαγιών. Αναμφισβήτητα, συμπεραίνουμε ότι οι ίδιες εκτάσεις κινδυνεύουν από νέες πυρκαγιές σε περίπου 5 με 10 χρόνια (αυτό λένε τα στατιστικά δεδομένα, ανεξαρτήτως κυβέρνησης), εκτός και αν γίνει κάποιο θαύμα και αρχίσουν να τηρούνται οι νόμοι σε αυτή τη χώρα. Επειδή όμως τα θαύματα σπανίζουν, ας δούμε τα είδη που βλασταίνουν είτε πάνω στα ίδια τα κλαδιά τους, ή από τη ρίζα στο έδαφος, και τα οποία θεωρούμε ότι είναι κατάλληλα για αναδασώσεις στην πολύπαθη Πεντέλη, χωρίς βέβαια να λύνεται έτσι το θεμελιώδες θεσμικό ζήτημα.

1. Πλατάνια και αργυρόφυλλες λεύκες. Αναβλαστάνουν, όπως φαίνεται, στα ίδια τα κλαδιά τους αν δεν υπάρχουν όμορα πεύκα. Σε περίπτωση που γειτνιάζουν με πεύκα, λόγω των υψηλών θερμοκρασιών, βλασταίνουν από τη ρίζα τους.

2. Δρυς χνοώδης. Οι βελανιδιές βλασταίνουν από τη ρίζα τους, και μάλιστα έχουν αναπτυχθεί αρκετά για διάστημα ενός μηνός λόγω των ευεργετικών βροχοπτώσεων.


3. Άγριες αχλαδιές (pyrus pyraster) και συκιές. Είναι εντυπωσιακό, ότι όχι μόνον ξαναβλάστησαν στα κλαδιά τους οι περισσότερες αγριαχλαδιές της Πεντέλης, αλλά κάποιες έχουν ανθίσει κιόλας. Ισχύει και εδώ το ίδιο με τα πλατάνια και τις αργυρόφυλλες λεύκες, μόνο που οι αγριαχλαδιές και οι άγριες συκιές δεν χρειάζονται τόσο πολύ νερό και μπορούν να φυτευτούν και μακριά από ρεματιές.


4. Ευκάλυπτοι. Οι ευκάλυπτοι της Πεντέλης έχουν βλαστήσει τόσο στα κλαδιά τους, όσο και στη ρίζα τους.



5. Ροβίνιες (Ψευδακακίες). Το ίδιο ισχύει και για τις ροβίνιες, βλασταίνουν τόσο στα κλαδιά τους, όσο και στη ρίζα, και μεγαλώνουν πολύ γρήγορα.



6. Χαρουπιές. Οι χαρουπιές βλασταίνουν στη ρίζα, και μεγαλώνουν επίσης σχετικά γρήγορα.



7. Κωνοφόρο (μάλλον Pinus Canariensis - Κανάριος Πεύκη). Το καλύτερο από όλα, δεν το πιστεύαμε όταν το αντικρίσαμε! Κωνοφόρο, εικάζουμε ότι πρόκειται για εισαγόμενο είδος από τα Κανάρια, αναβλαστάνει στον καμένο κορμό του. Πρόκειται για το πιο πυρανθεκτικό κωνοφόρο, το μόνο που αναγεννιέται μετά από καταστροφή. Όπως μας πληροφόρησαν, έχει φυτευθεί σε χώρους αναψυχής στην Πεντέλη και σε άλλες περιοχές της Αττικής.




Θάμνοι:
1. Πουρνάρια (quercus coccifera).


2. Σπάρτα. Να υπενθυμίσουμε ότι τα σπάρτα φυτεύτηκαν πειραματικά στην Πεντέλη, και φαίνεται ότι αντέχουν στις συνεχόμενες πυρκαγιές. Μετά την προηγούμενη πυρκαγιά, αναπτύχθηκαν σε έκταση (αφού βρήκαν χώρο σε σημεία που δεν ξαναβλάστησαν τα πεύκα). Σε 1,5 χρόνο θα έχουν λάβει το μέγεθος που είχαν το καλοκαίρι του 2009, και ίσως αναπτυχθούν πάλι σε έκταση.

3. Μυρτιές. Από τα ομορφότερα είδη που βρίσκει κανείς στην Πεντέλη (δυστυχώς δεν υπάρχουν άλλα εξίσου εντυπωσιακά είδη θάμνων, όπως εκείνα που συναντάμε στην Πάρνηθα, όπως πχ αγριοτριανταφυλλιές). Αναβλαστάνουν απ' τη ρίζα τους.


Άλλα είδη που φύονται κοντά σε ρεματιές, είναι τα βάτα, τα βούρλα, οι καλαμιές κλπ, τα οποία αναβλαστάνουν από τη ρίζα τους και μεγαλώνουν πάρα πολύ γρήγορα.



Υπάρχει ένα ζήτημα περί της ενδημικότητας των ειδών, το οποίο έχει δύο συνιστώσες. Η πρώτη, αφορά την "ελληνικότητα" των φυτών, ενώ η δεύτερη εξετάζει την τοπικότητα, αν δηλαδή τα είδη προϋπήρχαν στο χώρο που γίνεται η αναδάσωση, και αν ταιριάζουν με τις κλιματικές συνθήκες και τη σύσταση του εδάφους. Και τα δύο, είναι στοιχεία που μεταβάλλονται στο χρόνο, γεγονός που απαιτεί τη λήψη μιας οριακής χρονολογίας την οποία θα έπρεπε να λαμβάνουμε ως αφετηρία, και για την οποία, θεωρητικά μιλώντας πάντα, οφείλουμε να έχουμε πλήρη ιστορική γνώση της χλωρίδας που υπήρχε στην εξεταζόμενη περιοχή. Όσες φορές και αν ρωτήσαμε δασολόγους σχετικά με αυτή τη θεωρητική αφετηρία, την οποία θα έπρεπε να ικανοποιεί ένα είδος για να θεωρηθεί "ελληνικό", οι ερωτηθέντες απέφυγαν την απάντηση. Προφανώς είναι δύσκολο να αποφανθεί κανείς για κάτι τέτοιο, εφόσον ζούμε σε ένα κόσμο που αλλάζει καθημερινά, και το περιβάλλον της Αττικής έχει αλλάξει δραματικά τα τελευταία 150 χρόνια. Μήπως τελικά τα κριτήριά μας θα έπρεπε να είναι περισσότερο πρακτικά, και λιγότερο θεωρητικά, εφόσον ούτε οι νόμοι εφαρμόζονται αφήνοντας παράθυρα για αλλαγές χρήσης των δασικών εκτάσεων, ούτε ουσιαστική δασοπροστασία παρέχεται σε πρακτικό επίπεδο κατά τη διάρκεια των πυρκαγιών; Μήπως κατ' εξαίρεση για περιοχές που έχουν καεί πάνω από τρεις φορές σε λιγότερο από δεκαπέντε χρόνια, και δεν είναι εθνικοί δρυμοί, να λαμβάναμε άλλα κριτήρια για τις αναδασώσεις, όπως είναι η βιωσιμότητα των ειδών μετά την πυρκαγιά, αντί για το θεωρητικό ζητούμενο της "ενδημικότητας";

Ας αποφανθούν οι ειδικοί που κάνουν τις μελέτες γι' αυτό, εμείς απλά ακολουθούμε ως εθελοντές. Θεωρούμε όμως ότι η επιβίωση μετά την πυρκαγιά είναι μια πάρα πολύ σημαντική παράμετρος, και οι δενδροφυτεύσεις με κοινή πεύκη σε εκτάσεις της Αττικής που διακυβεύεται ο ίδιος ο δασικός τους χαρακτήρας, μοιάζουν με πύργους στην άμμο...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δασοβιοκοινοτητα - Φ.Ε.Κ. 84/17-4-2001/Τ.Α.

‘Ως δάσος ή δασικό οικοσύστημα νοείται το οργανικό σύνολο άγριων φυτών με ξυλώδη κορμό πάνω στην αναγκαία επιφάνεια του εδάφους, τα οποία, μαζί με την εκεί συνυπαρχουσα χλωρίδα και πανίδα, αποτελούν μέσω της αμοιβαίας αλληλεξάρτησης και αλληλοεπίδρασής τους, ιδιαίτερη βιοκοινότητα (δασοβιοκοινότητα) και ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον (δασογενές). Δασική έκταση υπάρχει όταν στο παραπάνω σύνολο η άγρια ξυλώδης βλάστηση, υψηλή ή θαμνώδης, είναι αραιά.